διάκοιλος

διάκοιλος
ος , ον уст. полый, пустотелый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διάκοιλος" в других словарях:

  • διάκοιλος — διάκοιλος, ον (Α) [κοίλος] εντελώς κούφιος …   Dictionary of Greek

  • διάκοιλος — quite hollow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκοιλον — διάκοιλος quite hollow masc/fem acc sg διάκοιλος quite hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκοιλοι — διάκοιλος quite hollow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»